1 βιωτός
ἔμοιγ' ὁ μέλλων βίος οὐ β. S.OC 1692
οὐ βιωτὸν οὐδ' ἀνασχετόν Antiph.190
ἆρ' οὖν β. ἡμῖν ἐστιν μετὰ μοχθηροῦ σώματος Pl.Cri. 47e
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βιωτός